λαμπαδόρος

λαμπαδόρος
ο
αυτός που χειρίζεται τη μεγάλης φωτιστικής ισχύος λυχνία λέμβου αλιευτικού συγκροτήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπα + -δόρος (< βεν. κατάλ. -dore), πρβλ. λουστρα-δόρος, τρακα-δόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”